Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): forces, force
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): force
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): forced
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): forcing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): forces
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): force
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): force
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
force περιέχει 1 συλλαβές: force
Φωνητική μεταγραφή: ˈfȯrs
force , ˈfȯrs (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)