Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): better
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): best
Επίθετο (Adjective): well
Επίρρημα, συγκριτικός βαθμός (Adverb, comparative): better
Επίρρημα, υπερθετικός βαθμός (Adverb, superlative): best
Επίρρημα (Adverb): well
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): wells, well
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): well
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): welled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): welling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): wells
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): well
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): well
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
well περιέχει 1 συλλαβές: well
Φωνητική μεταγραφή: ˈwel
well , ˈwel (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)