Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): values, value
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): value
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): valued
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): valuing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): values
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): value
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): value
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
value περιέχει 2 συλλαβές: val • ue
Φωνητική μεταγραφή: ˈval-(ˌ)yü
val ue , ˈval (ˌ)yü (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)