Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): reads
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): read
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): read
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): read
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): reading
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): reads
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): read
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): read
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
read περιέχει 1 συλλαβές: read
Φωνητική μεταγραφή: ˈrēd
read , ˈrēd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)