Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): reaches, reach
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): reach
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): reached
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): reaching
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): reaches
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): reach
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): reach
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Reach περιέχει 1 συλλαβές: reach
Φωνητική μεταγραφή: ˈrēch
reach , ˈrēch (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)