Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): longer
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): longest
Επίθετο (Adjective): long
Επίρρημα, συγκριτικός βαθμός (Adverb, comparative): longer
Επίρρημα, υπερθετικός βαθμός (Adverb, superlative): longest
Επίρρημα (Adverb): long
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): long
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): long
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): longed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): longing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): longs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): long
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): long
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
long περιέχει 1 συλλαβές: long
Φωνητική μεταγραφή: ˈlȯŋ
long , ˈlȯŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)