Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): feet
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): foot
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): footed
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): footed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): footing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): foots
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): foot
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): foot
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
foot περιέχει 1 συλλαβές: foot
Φωνητική μεταγραφή: ˈfu̇t
foot , ˈfu̇t (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)