Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): finds
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): find
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): found
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): found
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): finding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): finds
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): find
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): find
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Find περιέχει 1 συλλαβές: find
Φωνητική μεταγραφή: ˈfīnd
find , ˈfīnd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)