Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): effects, effect
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): effect
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): effected
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): effecting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): effects
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): effect
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): effect
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
effect περιέχει 2 συλλαβές: ef • fect
Φωνητική μεταγραφή: i-ˈfekt
ef fect , i ˈfekt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)