Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): copyrights, copyright
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): copyright
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): copyrighted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): copyrighting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): copyrights
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): copyright
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): copyright
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Copyright περιέχει 2 συλλαβές: copy • right
Φωνητική μεταγραφή: ˈkä-pē-ˌrīt
copy right , ˈkä pē ˌrīt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)