Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): summers, summer
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): summer
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): summered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): summering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): summers
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): summer
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): summer
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
summer περιέχει 2 συλλαβές: sum • mer
Φωνητική μεταγραφή: ˈsə-mər
sum mer , ˈsə mər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)