Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): loves, love
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): love
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): loved
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): loving
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): loves
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): love
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): love
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
love περιέχει 1 συλλαβές: love
Φωνητική μεταγραφή: ˈləv
love , ˈləv (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)