Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): colours, colour
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): colour
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): coloured
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): colouring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): colours
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): colour
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): colour
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
colour περιέχει 2 συλλαβές: col • our
Φωνητική μεταγραφή: ˈkə-lər
col our , ˈkə lər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)