Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): oils
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): oil
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): oiled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): oiling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): oils
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): oil
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): oil
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
oil περιέχει 1 συλλαβές: oil
Φωνητική μεταγραφή: ˈȯi(-ə)l
oil , ˈȯi( ə)l (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)