Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): hurry
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): hurry
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): hurried
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): hurrying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): hurries
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): hurry
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): hurry
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
hurry περιέχει 2 συλλαβές: hur • ry
Φωνητική μεταγραφή: ˈhər-ē
hur ry , ˈhər ē (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)