Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): boxes, box
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): box
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): boxed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): boxing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): boxes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): box
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): box
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
box περιέχει 1 συλλαβές: box
Φωνητική μεταγραφή: ˈbäks
box , ˈbäks (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)