Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): people, peoples
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): people
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): peopled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): peopling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): peoples
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): people
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): people
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
People περιέχει 2 συλλαβές: peo • ple
Φωνητική μεταγραφή: ˈpē-pəl
peo ple , ˈpē pəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)