Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): browses
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): browse
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): browsed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): browsing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): browses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): browse
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): browse
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
browse περιέχει 1 συλλαβές: browse
Φωνητική μεταγραφή: ˈbrau̇z
browse , ˈbrau̇z (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)